περιστεροτρόφος

περιστεροτρόφος
ο, ΝΑ
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και τον πολλαπλασιασμό τών περιστεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιστεροτρόφος — ο αυτός που εκτρέφει περιστέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιστεροτροφία — η, Ν εκτροφή περιστεριών για την οικονομική εκμετάλλευση τού κρέατος και τών φτερών τους ή για την εκπαίδευσή τους ως ταχυδρομικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστεροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • περιστεροτροφείο — το / περιστεροτροφεῑον, ΝΑ, και περιστερεοτροφείο Ν [περιστεροτρόφος] ο χώρος στον οποίο εκτρέφονται περιστέρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”